Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμπρύνω
συνεπιλάμπω
συνεπιλέγω
συνεπιλείπω
συνεπιλεκτέον
συνεπιλογίζομαι
συνεπιλογιστέον
συνεπιλύομαι
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμαρτύρησις
συνεπιμείγνυμι
συνεπιμειδιάω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
συνεπιμεριστέον
συνεπινεύω
συνεπινήχομαι
συνεπινοέω
συνεπινοητέον
View word page
συνεπιμαρτύρησις
συνεπιμαρτῠ/ρ-ησις, εως, ,
A). joint testimony or approval, M.Ant. 1.10 .


ShortDef

joint testimony

Debugging

Headword:
συνεπιμαρτύρησις
Headword (normalized):
συνεπιμαρτύρησις
Headword (normalized/stripped):
συνεπιμαρτυρησις
IDX:
100273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπιμαρτῠ/ρ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint testimony</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">approval</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 1.10 </a>.</div> </div><br><br>'}