Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπικυρόω
συνεπικωμάζω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμπρύνω
συνεπιλάμπω
συνεπιλέγω
συνεπιλείπω
συνεπιλεκτέον
συνεπιλογίζομαι
συνεπιλογιστέον
συνεπιλύομαι
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμαρτύρησις
συνεπιμείγνυμι
συνεπιμειδιάω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
συνεπιμεριστέον
συνεπινεύω
συνεπινήχομαι
View word page
συνεπιλύομαι
συνεπι-λύομαι, perh.
A). join in cancelling a mortgage, Delph. 3(2).233 (ii B.C.).


ShortDef

join in cancelling a mortgage

Debugging

Headword:
συνεπιλύομαι
Headword (normalized):
συνεπιλύομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιλυομαι
IDX:
100271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-λύομαι</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in cancelling a mortgage,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Delph.</span> 3(2).233 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}