Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπικρίνω
συνεπικροτέω
συνεπικρύπτω
συνεπικυρόω
συνεπικωμάζω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμπρύνω
συνεπιλάμπω
συνεπιλέγω
συνεπιλείπω
συνεπιλεκτέον
συνεπιλογίζομαι
συνεπιλογιστέον
συνεπιλύομαι
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμαρτύρησις
συνεπιμείγνυμι
συνεπιμειδιάω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
View word page
συνεπιλεκτέον
συνεπι-λεκτέον,
A). one must further add, Eust. 1406.50 .


ShortDef

one must further add

Debugging

Headword:
συνεπιλεκτέον
Headword (normalized):
συνεπιλεκτέον
Headword (normalized/stripped):
συνεπιλεκτεον
IDX:
100268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-λεκτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must further add</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1406:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1406.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1406.50 </a>.</div> </div><br><br>'}