Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπικαλέομαι
συνεπίκειμαι
συνεπικελεύω
συνεπικιρνάω
συνεπικλίνω
συνεπικοσμέω
συνεπικούρειος
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρατέω
συνεπικρίνω
συνεπικροτέω
συνεπικρύπτω
συνεπικυρόω
συνεπικωμάζω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμπρύνω
συνεπιλάμπω
συνεπιλέγω
συνεπιλείπω
View word page
συνεπικρατέω
συνεπι-κρᾰτέω, Astrol.,
A). dominate together, Vett.Val. 293.15 .


ShortDef

dominate together

Debugging

Headword:
συνεπικρατέω
Headword (normalized):
συνεπικρατέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικρατεω
IDX:
100257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-κρᾰτέω</span>, Astrol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dominate together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:293:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:293.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 293.15 </a>.</div> </div><br><br>'}