Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιζεύγνυμαι
συνεπιζητέω
συνεπιθειάζω
συνεπίθεσις
συνεπιθέτης
συνεπιθεωρέω
συνεπιθήγω
συνεπιθλίβω
συνεπιθορυβέω
συνεπιθρηνέω
συνεπιθρήνησις
συνεπίθρυψις
συνεπιθυμέω
συνεπιθυμητής
συνεπιθωΰσσω
συνεπικαίω
συνεπικαλέομαι
συνεπίκειμαι
συνεπικελεύω
συνεπικιρνάω
συνεπικλίνω
View word page
συνεπιθρήνησις
συνεπι-θρήνησις, εως, ,
A). joint bewailing, ib. 610b (pl.).


ShortDef

joint bewailing

Debugging

Headword:
συνεπιθρήνησις
Headword (normalized):
συνεπιθρήνησις
Headword (normalized/stripped):
συνεπιθρηνησις
IDX:
100241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-θρήνησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint bewailing</span>, ib.<span class="bibl"> 610b </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}