Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιδέω
συνεπιδημέω
συνεπιδίδωμι
συνεπιζεύγνυμαι
συνεπιζητέω
συνεπιθειάζω
συνεπίθεσις
συνεπιθέτης
συνεπιθεωρέω
συνεπιθήγω
συνεπιθλίβω
συνεπιθορυβέω
συνεπιθρηνέω
συνεπιθρήνησις
συνεπίθρυψις
συνεπιθυμέω
συνεπιθυμητής
συνεπιθωΰσσω
συνεπικαίω
συνεπικαλέομαι
συνεπίκειμαι
View word page
συνεπιθλίβω
συνεπι-θλίβω [ῑ],
A). exert pressure at the same time, Gal. 8.15 .


ShortDef

exert pressure at the same time

Debugging

Headword:
συνεπιθλίβω
Headword (normalized):
συνεπιθλίβω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιθλιβω
IDX:
100238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100239
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-θλίβω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exert pressure at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.15 </span>.</div> </div><br><br>'}