Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπιγελάω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιγραφή
συνεπιγράφω
συνεπιδείκνυμι
συνεπιδεσμέω
συνεπιδέω
συνεπιδημέω
συνεπιδίδωμι
συνεπιζεύγνυμαι
συνεπιζητέω
συνεπιθειάζω
συνεπίθεσις
συνεπιθέτης
συνεπιθεωρέω
συνεπιθήγω
συνεπιθλίβω
συνεπιθορυβέω
συνεπιθρηνέω
συνεπιθρήνησις
View word page
συνεπιζεύγνυμαι
συνεπι-ζεύγνυμαι, Pass.,
A). to be closely connected with, συνεπεζεῦχθαί τινι Phld. Ir. p.66W.


ShortDef

to

Debugging

Headword:
συνεπιζεύγνυμαι
Headword (normalized):
συνεπιζεύγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιζευγνυμαι
IDX:
100231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπι-ζεύγνυμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">be closely connected with</span>, <span class="quote greek">συνεπεζεῦχθαί τινι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ir.</span> p.66W. </span> </div> </div><br><br>'}