συνεπιδίδωμι
συνεπι-δίδωμι,
A). give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι , 31.24.5 32.5.10 ; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr. 4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν ; simply, 4.34 συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG 698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι , cf. 3.15 Inscr.Prien. 109.156 (ii B.C.).
2). join in presenting an application, PAmh. 2.85.24 (i A.D.), Sammelb. 7363.25 (ii A.D.), etc.
II). intr., increase along with or together, . 2.448d