Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπεσπόμην
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβλέπω
συνεπιβοηθέω
View word page
συνεπευδοκέω
συνεπ-ευδοκέω
,
A).
consent
,
GDI
1785.2
(Delph., ii B.C.).
ShortDef
consent
Debugging
Headword:
συνεπευδοκέω
Headword (normalized):
συνεπευδοκέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπευδοκεω
IDX:
100207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100208
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-ευδοκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consent</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1785.2 </span> (Delph., ii B.C.).</div> </div><br><br>'}