Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπεσπόμην
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβλέπω
View word page
συνεπεσπόμην
συνεπ-εσπόμην
, Ion. aor. of
συνεφέπομαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνεπεσπόμην
Headword (normalized):
συνεπεσπόμην
Headword (normalized/stripped):
συνεπεσπομην
IDX:
100206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100207
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-εσπόμην</span>, Ion. aor. of <span class="foreign greek">συνεφέπομαι</span>.</div><br><br>'}