Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
συνεπεισπίπτω
συνεπεισρέω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπεσπόμην
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
View word page
συνεπεξεργάζομαι
συνεπ-εξεργάζομαι,
A). help in performing, Id. 2.175 J.


ShortDef

help in performing

Debugging

Headword:
συνεπεξεργάζομαι
Headword (normalized):
συνεπεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπεξεργαζομαι
IDX:
100202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100203
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-εξεργάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help in performing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.175 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> </span> </div> </div><br><br>'}