Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
συνεπανήκω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνεπάπτομαι
συνεπαρήγω
συνεπαρτιμένος
συνεπασκέω
συνεπαύξω
συνεπαφίημι
συνέπεια
συνεπείγω
συνέπειμι
συνέπειξις
συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
συνεπεισπίπτω
View word page
συνεπαρτιμένος
συνεπ-αρτιμένος (sic)· συνημμένος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπαρτιμένος
Headword (normalized):
συνεπαρτιμένος
Headword (normalized/stripped):
συνεπαρτιμενος
IDX:
100184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-αρτιμένος</span> (sic)<span class="foreign greek">· συνημμένος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}