Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
συνεπανήκω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνεπάπτομαι
συνεπαρήγω
συνεπαρτιμένος
συνεπασκέω
συνεπαύξω
συνεπαφίημι
συνέπεια
συνεπείγω
συνέπειμι
συνέπειξις
συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
View word page
συνεπαρήγω
συνεπ-ᾰρήγω,
A). succour together, Eust. 40.25 .


ShortDef

succour together

Debugging

Headword:
συνεπαρήγω
Headword (normalized):
συνεπαρήγω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαρηγω
IDX:
100183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-ᾰρήγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">succour together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:40:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:40.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 40.25 </a>.</div> </div><br><br>'}