Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
συνεπανήκω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνεπάπτομαι
συνεπαρήγω
συνεπαρτιμένος
συνεπασκέω
συνεπαύξω
συνεπαφίημι
συνέπεια
συνεπείγω
συνέπειμι
συνέπειξις
συνεπείσειμι
View word page
συνεπάπτομαι
συνεπ-άπτομαι, Ion. for συνεφάπτομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπάπτομαι
Headword (normalized):
συνεπάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαπτομαι
IDX:
100182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100183
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεπ-άπτομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">συνεφάπτομαι</span>.</div><br><br>'}