Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεξορίζω
συνεξορμάω
συνεξορούω
συνεξοτρύνω
συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
συνέορσις
συνεορτάζω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
View word page
συνέορσις
συνέορσις
,
ἡ
, f.l. in
Plu.
2.449a
(pl.); prob.
συνθροήσεις
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνέορσις
Headword (normalized):
συνέορσις
Headword (normalized/stripped):
συνεορσις
IDX:
100161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100162
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνέορσις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.449a </span> (pl.); prob. <span class="foreign greek">συνθροήσεις</span>.</div><br><br>'}