Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
συνεξορμάω
συνεξορούω
συνεξοτρύνω
συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
συνέορσις
συνεορτάζω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
View word page
συνεξυγραίνω
συνεξ-υγραίνω,
A). moisten with or together, Plu. 2.752d .


ShortDef

moisten with

Debugging

Headword:
συνεξυγραίνω
Headword (normalized):
συνεξυγραίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεξυγραινω
IDX:
100157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-υγραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moisten with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.752d </span>.</div> </div><br><br>'}