Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξοδεύω
συνεξόζω
συνεξοιδέω
συνεξοικονομέω
συνεξοκέλλω
συνεξολισθαίνω
συνεξολισθάνω
συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
συνεξορμάω
συνεξορούω
συνεξοτρύνω
συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
View word page
συνεξορθιάζω
συνεξ-ορθιάζω,
A). excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu. 2.998e .


ShortDef

excite together

Debugging

Headword:
συνεξορθιάζω
Headword (normalized):
συνεξορθιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεξορθιαζω
IDX:
100150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ορθιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">excite together</span>, <span class="foreign greek">φόβῳ</span> (s.v.l.) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.998e </span>.</div> </div><br><br>'}