Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
συνεξόζω
συνεξοιδέω
συνεξοικονομέω
συνεξοκέλλω
συνεξολισθαίνω
συνεξολισθάνω
συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
συνεξορμάω
συνεξορούω
συνεξοτρύνω
συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
View word page
συνεξόμνυμι
συνεξ-όμνυμι, in Med.,
A). swear jointly in the negative, GDI 4986.18 (Crete).


ShortDef

swear jointly in the negative

Debugging

Headword:
συνεξόμνυμι
Headword (normalized):
συνεξόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
συνεξομνυμι
IDX:
100147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100148
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-όμνυμι</span>, in Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swear jointly in the negative</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 4986.18 </span> (Crete).</div> </div><br><br>'}