Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξισάζω
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
συνεξόζω
συνεξοιδέω
συνεξοικονομέω
συνεξοκέλλω
συνεξολισθαίνω
συνεξολισθάνω
συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
συνεξορμάω
συνεξορούω
συνεξοτρύνω
συνεξουρέω
View word page
συνεξολισθαίνω
συνεξ-ολισθαίνω, = sq., Herod.Med. ap. Aët. 9.37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεξολισθαίνω
Headword (normalized):
συνεξολισθαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεξολισθαινω
IDX:
100145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ολισθαίνω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herod.Med.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg009:37" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg009:37/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 9.37 </a>.</div><br><br>'}