Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισάζω
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
συνεξόζω
συνεξοιδέω
συνεξοικονομέω
συνεξοκέλλω
συνεξολισθαίνω
συνεξολισθάνω
συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
συνεξορμάω
συνεξορούω
View word page
συνεξοικονομέω
συνεξ-οικονομέω
,
A).
alienate jointly,
PRyl.
118.15
(i B.C.).
ShortDef
alienate jointly
Debugging
Headword:
συνεξοικονομέω
Headword (normalized):
συνεξοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξοικονομεω
IDX:
100143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100144
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-οικονομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alienate jointly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRyl.</span> 118.15 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}