Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισάζω
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
συνεξόζω
συνεξοιδέω
συνεξοικονομέω
συνεξοκέλλω
συνεξολισθαίνω
συνεξολισθάνω
συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
συνεξορμάω
View word page
συνεξοιδέω
συνεξ-οιδέω,
A). swell up together, Gal. 18(1).44 .


ShortDef

swell up together

Debugging

Headword:
συνεξοιδέω
Headword (normalized):
συνεξοιδέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξοιδεω
IDX:
100142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-οιδέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swell up together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).44 </span>.</div> </div><br><br>'}