Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευπορέω
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισάζω
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
View word page
συνεξιάομαι
συνεξ-ιάομαι,
A). heal together, τὰς ὀδύνας Gal. 10.820 .


ShortDef

heal together

Debugging

Headword:
συνεξιάομαι
Headword (normalized):
συνεξιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξιαομαι
IDX:
100130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ιάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">heal together</span>, <span class="quote greek">τὰς ὀδύνας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.820 </span> .</div> </div><br><br>'}