Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευπορέω
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισάζω
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
View word page
συνεξημερόομαι
συνεξ-ημερόομαι, Pass.,
A). to be civilized together, ὁ δῆμος ἅμα τῇ χώρᾳ ς. Plu. Num. 16 .


ShortDef

to be civilised together

Debugging

Headword:
συνεξημερόομαι
Headword (normalized):
συνεξημερόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξημεροομαι
IDX:
100129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ημερόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be civilized together</span>, <span class="foreign greek">ὁ δῆμος ἅμα τῇ χώρᾳ ς</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg005:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg005:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Num.</span> 16 </a>.</div> </div><br><br>'}