Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικάτημαι
ἀντικατολισθαίνω
ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικέλευθος
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικέφαλον
ἀντικηδεύω
ἀντικῆρυξ
ἀντικηρύσσω
View word page
ἀντικάτημαι
ἀντικάτ-ημαι
,
ἀντικατίζομαι
,
ἀντικατίστημι
, Ion. for
ἀντικάθ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντικάτημαι
Headword (normalized):
ἀντικάτημαι
Headword (normalized/stripped):
αντικατημαι
IDX:
10012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10013
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικάτ-ημαι</span>, <span class="orth greek">ἀντικατίζομαι</span>, <span class="orth greek">ἀντικατίστημι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀντικάθ-.</span> </div><br><br>'}