Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευπορέω
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
View word page
συνεξερύω
συνεξ-ερύω,
A). draw off along with, AP 6.57 (Paul. Sil.).


ShortDef

to draw out together

Debugging

Headword:
συνεξερύω
Headword (normalized):
συνεξερύω
Headword (normalized/stripped):
συνεξερυω
IDX:
100122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ερύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">draw off along with,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 6.57 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}