Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευπορέω
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
View word page
συνεξεργάζομαι
συνεξ-εργάζομαι
,
A).
destroy together
,
τινάς τισι
Aristid.
1.412J.
ShortDef
destroy together
Debugging
Headword:
συνεξεργάζομαι
Headword (normalized):
συνεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξεργαζομαι
IDX:
100119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100120
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-εργάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">destroy together</span>, <span class="quote greek">τινάς τισι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 1.412J. </span> </div> </div><br><br>'}