Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
View word page
συνεξατονέω
συνεξ-ᾰτονέω,
A). lose tension or vigour together with, τὸ πρόσωπον τῇ ψυχῇ ς. Plu. 2.528e .


ShortDef

lose tension

Debugging

Headword:
συνεξατονέω
Headword (normalized):
συνεξατονέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξατονεω
IDX:
100111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ᾰτονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lose tension</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">vigour together with</span>, <span class="foreign greek">τὸ πρόσωπον τῇ ψυχῇ ς</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.528e </span>.</div> </div><br><br>'}