Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικάτημαι
ἀντικατολισθαίνω
ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικέλευθος
ἀντικελεύω
ἀντίκεντρον
ἀντικέφαλον
ἀντικηδεύω
View word page
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατ-ηγορητικός, , όν,
A). contradictory, sermo (i.e. λόγος) Gal. Subf.Emp. 12p.65Bonnet.


ShortDef

contradictory, sermo

Debugging

Headword:
ἀντικατηγορητικός
Headword (normalized):
ἀντικατηγορητικός
Headword (normalized/stripped):
αντικατηγορητικος
IDX:
10010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατ-ηγορητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contradictory, sermo</span> (i.e. <span class="foreign greek">λόγος</span>) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Subf.Emp.</span> 12p.65Bonnet. </span> </div> </div><br><br>'}