Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
View word page
συνεξαρκέω
συνεξ-αρκέω,
A). suffice, Str. 14.1.41 .


ShortDef

suffice

Debugging

Headword:
συνεξαρκέω
Headword (normalized):
συνεξαρκέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαρκεω
IDX:
100108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-αρκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffice</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:14:1:41" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:14:1:41/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 14.1.41 </a>.</div> </div><br><br>'}