Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
View word page
συνεξανίεμαι
συνεξ-ανίεμαι, Pass.,
A). to be relaxed together with, συνεξανίεται [τῇ ψυχῇ] τὸ σῶμα Sor. 1.25 .


ShortDef

to be relaxed together with

Debugging

Headword:
συνεξανίεμαι
Headword (normalized):
συνεξανίεμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξανιεμαι
IDX:
100100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100101
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ανίεμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be relaxed together with</span>, <span class="quote greek">συνεξανίεται [τῇ ψυχῇ] τὸ σῶμα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.25 </a> .</div> </div><br><br>'}