Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
View word page
συνεξανθέω
συνεξ-ανθέω,
A). blossom or break out together, Plu. 2.434b .


ShortDef

blossom

Debugging

Headword:
συνεξανθέω
Headword (normalized):
συνεξανθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξανθεω
IDX:
100099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ανθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blossom</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">break out together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.434b </span>.</div> </div><br><br>'}