Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
View word page
συνεξαναλίσκομαι
συνεξ-ᾰνᾱλίσκομαι, Pass.,
A). to be exhausted together with, τοῖς χρήμασι D.H. 4.23 .


ShortDef

to be exhausted together with

Debugging

Headword:
συνεξαναλίσκομαι
Headword (normalized):
συνεξαναλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξαναλισκομαι
IDX:
100097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100098
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ᾰνᾱλίσκομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be exhausted together with</span>, <span class="quote greek">τοῖς χρήμασι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:4:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:4.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 4.23 </a> .</div> </div><br><br>'}