Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
View word page
συνεξαμιλλάομαι
συνεξ-ᾰμιλλάομαι,
A). struggle jointly with, c. dat., Plu. 2.137d .


ShortDef

struggle jointly with

Debugging

Headword:
συνεξαμιλλάομαι
Headword (normalized):
συνεξαμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξαμιλλαομαι
IDX:
100096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100097
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ᾰμιλλάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">struggle jointly with</span>, c. dat., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.137d </span>.</div> </div><br><br>'}