Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνέντης
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
View word page
συνεξαλαπάζω
συνεξ-ᾰλᾰπάζω,
A). help to sack, BCH 21.599 (Delph., iv B.C.).


ShortDef

help to sack

Debugging

Headword:
συνεξαλαπάζω
Headword (normalized):
συνεξαλαπάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαλαπαζω
IDX:
100089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-ᾰλᾰπάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to sack</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 21.599 </span> (Delph., iv B.C.).</div> </div><br><br>'}