Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεννοητέον
συνενοχλέω
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνέντευξις
συνέντης
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
View word page
συνεξαιθριάζω
συνεξ-αιθριάζω,
A). put into the open air together, Dsc. 3.146 ( Pass.).


ShortDef

put into the open air together

Debugging

Headword:
συνεξαιθριάζω
Headword (normalized):
συνεξαιθριάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαιθριαζω
IDX:
100082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεξ-αιθριάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put into the open air together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.146 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}