Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνενίζω
συνεννέπω
συνεννοέω
συνεννοητέον
συνενοχλέω
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνέντευξις
συνέντης
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
View word page
συνέντης
συνέντης, ,
A). = συνεργός , Hsch.; cf. αὐθέντης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνέντης
Headword (normalized):
συνέντης
Headword (normalized/stripped):
συνεντης
IDX:
100079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100080
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνέντης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνεργός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">αὐθέντης</span>.</div> </div><br><br>'}