Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικάτημαι
ἀντικατολισθαίνω
ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικέλευθος
View word page
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικατα-φῠτεύω,
A). plant instead, ἕτερα ἀντὶ τῶν ἐκλειπόντων [δένδρων] BGU 1120.33 (i B. C.).


ShortDef

plant instead

Debugging

Headword:
ἀντικαταφυτεύω
Headword (normalized):
ἀντικαταφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταφυτευω
IDX:
10006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-φῠτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plant instead,</span> <span class="foreign greek">ἕτερα ἀντὶ τῶν ἐκλειπόντων [δένδρων</span>] <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1120.33 </span> (i B. C.).</div> </div><br><br>'}