Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
συνεμφαίνω
συνεμφανίζω
συνέμφασις
συνεμφέρω
συνεμφύρομαι
συνεμφύω
συνενδείκνυμι
συνενδεκατίζω
συνένδησις
συνενδίδωμι
συνένδοσις
συνενδύομαι
View word page
συνεμφανίζω
συνεμ-φᾰνίζω
, = foreg.,
Aristid.
Quint.
2.9
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνεμφανίζω
Headword (normalized):
συνεμφανίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεμφανιζω
IDX:
100050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100051
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεμ-φᾰνίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Quint.</span> 2.9 </span>.</div><br><br>'}