Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικάτημαι
ἀντικατολισθαίνω
ἀντικάτων
View word page
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικατα-φέρομαι,
A). to be carried down again, Gal. 17(2).57 .


ShortDef

to be carried down again

Debugging

Headword:
ἀντικαταφέρομαι
Headword (normalized):
ἀντικαταφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαταφερομαι
IDX:
10004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-φέρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be carried down again,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).57 </span>.</div> </div><br><br>'}