Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεμβολή
συνέμεν
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
συνεμφαίνω
συνεμφανίζω
συνέμφασις
συνεμφέρω
συνεμφύρομαι
συνεμφύω
συνενδείκνυμι
συνενδεκατίζω
συνένδησις
συνενδίδωμι
View word page
συνεμπυρίζω
συνεμ-πῠρίζω,
A). burn, consume at the same time, Supp.Epigr. 6.184 (Phrygia, iii A.D.).


ShortDef

burn, consume at the same time

Debugging

Headword:
συνεμπυρίζω
Headword (normalized):
συνεμπυρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεμπυριζω
IDX:
100048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100049
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεμ-πῠρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burn, consume at the same time,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 6.184 </span> (Phrygia, iii A.D.).</div> </div><br><br>'}