Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνελίσσω
συνελκυστέον
συνέλκω
συνελπίζω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβιβάζω
συνεμβλητέον
συνεμβλητέος
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
συνεμφαίνω
View word page
συνέμεν
συνέμεν, Dor. aor. 2 inf. of συνίημι (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνέμεν
Headword (normalized):
συνέμεν
Headword (normalized/stripped):
συνεμεν
IDX:
100039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνέμεν</span>, Dor. aor. 2 inf. of <span class="foreign greek">συνίημι</span> (q. v.).</div><br><br>'}