Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικάτημαι
ἀντικατολισθαίνω
View word page
ἀντικατατρέχω
ἀντικατα-τρέχω, aor. -έδρᾰμον,
A). overrun in turn, D.C. 60.9 .


ShortDef

overrun in turn

Debugging

Headword:
ἀντικατατρέχω
Headword (normalized):
ἀντικατατρέχω
Headword (normalized/stripped):
αντικατατρεχω
IDX:
10003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-τρέχω</span>, aor. <span class="foreign greek">-έδρᾰμον,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overrun in turn,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:60:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:60.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 60.9 </a>.</div> </div><br><br>'}