συνεμβαίνω
συνεμ-βαίνω, fut.
A). -βήσομαι PTeb. 729.3 (ii B.C.):—embark together, τινι with one, Nav. 15 ; συνεμβήσητε (sic) ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν Pap. in Glotta 2.150 ; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον BGU 1817.12 (i B.C.): metaph., ς. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν embark with one upon naval power, ; 1.20.7 εἰς πόλεμον (sc. τινι) ; 29.3.8 εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί ; 16.26.6 ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ ς. Supp.Epigr. 7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ’ ὑμίων συνεμβάντες GDI 5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); ς. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη engage in them, of a poet, , cf. 9.10 13.4 .