Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκφώνησις
συνεκφωτίζω
συνεκχέω
συνεκχυμόω
συνέλασις
συνελαύνω
συνελέγχω
συνελεουρέω
συνελευθερόω
συνέλευσις
συνελευστικός
συνεληλυθότως
συνελίσσω
συνελκυστέον
συνέλκω
συνελπίζω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβιβάζω
συνεμβλητέον
συνεμβλητέος
View word page
συνελευστικός
συνελευστικός, , όν,
A). disposed for society, τὸ ς. Plu. 2.757c .


ShortDef

disposed for society

Debugging

Headword:
συνελευστικός
Headword (normalized):
συνελευστικός
Headword (normalized/stripped):
συνελευστικος
IDX:
100027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνελευστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disposed for society</span>, <span class="foreign greek">τὸ ς</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.757c </span>.</div> </div><br><br>'}