Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
συνεκφώνησις
συνεκφωτίζω
συνεκχέω
συνεκχυμόω
συνέλασις
συνελαύνω
συνελέγχω
συνελεουρέω
συνελευθερόω
συνέλευσις
συνελευστικός
συνεληλυθότως
View word page
συνεκφωτίζω
συνεκ-φωτίζω
,
A).
join in illuminating
,
Plu.
2.806a
.
ShortDef
join in illuminating
Debugging
Headword:
συνεκφωτίζω
Headword (normalized):
συνεκφωτίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκφωτιζω
IDX:
100018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100019
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-φωτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in illuminating</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.806a </span>.</div> </div><br><br>'}