Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
View word page
συνεκφαντικός
συνεκ-φαντικός, , όν,
A). connotative, EM 30.8 , An.Ox. 1.436 .


ShortDef

connotative

Debugging

Headword:
συνεκφαντικός
Headword (normalized):
συνεκφαντικός
Headword (normalized/stripped):
συνεκφαντικος
IDX:
100006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-φαντικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">connotative,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 30.8 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 1.436 </span>.</div> </div><br><br>'}