Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
View word page
συνεκτροχάζω
συνεκ-τροχάζω,
A). compete, πρὸς τὸν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀρετῆς Ath.Mitt. 31.431 (Galata, ii B.C.).


ShortDef

compete

Debugging

Headword:
συνεκτροχάζω
Headword (normalized):
συνεκτροχάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτροχαζω
IDX:
100004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τροχάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compete</span>, <span class="quote greek">πρὸς τὸν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀρετῆς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ath.Mitt.</span> 31.431 </span> (Galata, ii B.C.).</div> </div><br><br>'}