Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτομή
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
View word page
συνεκτρίβω
συνεκ-τρίβω [ῑ],
A). destroy utterly together, LXX Wi. 11.19 .


ShortDef

destroy utterly together

Debugging

Headword:
συνεκτρίβω
Headword (normalized):
συνεκτρίβω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτριβω
IDX:
100002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνεκ-τρίβω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">destroy utterly together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg035:11:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg035:11.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Wi.</span> 11.19 </a>.</div> </div><br><br>'}