Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
View word page
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατα-στρᾰτοπεδεύω,
A). to encamp opposite, D.H. 8.84 .


ShortDef

to encamp opposite

Debugging

Headword:
ἀντικαταστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
ἀντικαταστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταστρατοπεδευω
IDX:
9999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10000
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικατα-στρᾰτοπεδεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to encamp opposite,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:8:84" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:8.84/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 8.84 </a>.</div> </div><br><br>'}