Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Lexicon Thucydideum
συγγράφω
συγγραφεύς
συγγραφή
συγκαθαιρέω
σύν‐κάθημαι
συγκαθίστημι
συγκαλέω
συγκαταβαίνω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλύω
συγκατανέμω
συγκατασκευάζω
συγκαταστρέφω
συγκατεργάζομαι
συγκατοικίζω
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεράννυμι
View word page
ξυγκαταλαμβάνειν
una occupare
to seize together
,
7.26.3
,
ShortDef
to seize, take possession of together
Debugging
Headword:
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλαμβανω
IDX:
3087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lexicon-thucydideum-3088
Key:
3088
Data
{'headword_display': '<b>ξυγκαταλαμβάνειν</b>', 'content': '<div class="entry"><div type="textpart" subtype="entry" n="lsj-sugkatalamba/nw">\n\n\n\n<p style="display: block; margin: 1em 0;"><span class="gloss" style="font-style: italic;">una occupare</span> <span class="gloss" style="font-style: italic;">to seize together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="thuc. 7.26.3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.26.3/canonical-url/">7.26.3</a>, <quote></quote></p>\n</div></div>', 'key': 3088}